σχηματισμός

σχηματισμός
ο
1) образование; создание; формирование; составление;

σχηματισμόςσχηματισμός κυβέρνησης — формирование правительства;

2) формация;

κοινωνικό-οικονομικός σχηματισμός — общественно-экономическая формация;

3) воен, формирование, воинская часть;
4) воен, построение, строй, порядок;

σχηματισμός μάχης (πορείας) — боевой (походный) порядок;

5) грам, словоизменение;

σχηματισμός ρήματος — спряжение глагола;

σχηματισμός των λέξεων — словообразование;

6) мор. ордер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σχηματισμός" в других словарях:

  • σχηματισμός — configuration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματισμός — ο, ΝΜΑ [σχηματίζω] 1. το να σχηματίζεται κάτι, να προσλαμβάνει σχήμα, να παίρνει ορισμένη μορφή, μορφοποίηση 2. στρ. η με ορισμένο τρόπο διάταξη τών ανδρών ενός τμήματος ή διαφόρων τμημάτων νεοελλ. 1. διαμόρφωση («σχηματισμός ιδέας») 2. οργάνωση …   Dictionary of Greek

  • σχηματισμός — ο 1. διαμόρφωση, πρόσδοση ή πρόσληψη μορφής. 2. δημιουργία: Του ανατέθηκε ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης. 3. (γραμμ.), «σχηματισμός ονόματος ή ρήματος», η κλίση του. 4. ορισμένη διάταξη στρατιωτών. 5. ομάδα αεροπλάνων ή πλοίων σε ορισμένη διάταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάπλαση — Σχηματισμός, διαμόρφωση ή τρόπος με τον οποίο είναι σχηματισμένο ένα σώμα· διαπαιδαγώγηση· η αποκατάσταση μέλους του σώματος που υπέστη κάταγμα. (Βιολ.) Φυτοκοινωνία που, παρά τις διαφορές των διαφόρων ειδών, παρουσιάζει όμοιους βιολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… …   Dictionary of Greek

  • παρθενοκαρπία — Σχηματισμός καρπών με κανονική εξέλιξη και ανάπτυξη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γονιμοποίηση για να προκαλέσει την ανάπτυξη των γειτονικών βοηθητικών ιστών της ωοθήκης και του ωαρίου. Η π. μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας στείρωσης της γύρης,… …   Dictionary of Greek

  • κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… …   Dictionary of Greek

  • σχηματισμοῖς — σχηματισμός configuration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματισμοί — σχηματισμός configuration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματισμοῦ — σχηματισμός configuration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματισμούς — σχηματισμός configuration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»